Η Ελένη/Helen

Δε θα ’θελες να σημάνω το κουδούνι, να σου φέρουν κάτι; — λίγο βύσσινο
ή λίγο νεραντζάκι, — ίσως να μένει κάτι στα μεγάλα βάζα
ζαχαρωμένο πια, πηγμένο — αν, βέβαια, κάτι έχουν αφήσει
οι λαίμαργες δούλες. Τα τελευταία χρόνια, καταπιανόμουν μονάχη
με τα γλυκίσματα — τί άλλο να κάνεις;
Ύστερα απ’ την Τροία, —η ζωή μας στη Σπάρτη
πολύ πληχτική— σωστή επαρχία: Όλη μέρα κλεισμένοι μες στα σπίτια,
ανάμεσα στα στριμωγμένα λάφυρα τόσων πολέμων· κι οι μνήμες,
ξέθωρες κι ενοχλητικές, να σέρνονται ξοπίσω σου, μες στον καθρέφτη
όταν χτενίζεις τα μαλλιά σου, ή μέσα στην κουζίνα, να προβαίνουν
μέσ’ απ’ τους λιπαρούς ατμούς της χύτρας· και ν’ ακούς με το νερό που κοχλάζει
κάτι δαχτυλικούς εξάμετρους από κείνη την Τρίτη Ραψωδία
ενώ ένας πετεινός φωνάζει παράταιρα, κάπου σιμά, απ’ το κοτέτσι του γειτόνου.

Wouldn’t you like me to ring the bell so they may bring you

            something? –

            some sweet black cherries

or a bit of candied bitter orange peel – perhaps I still have some left

in the big jars turned into congealed sugar by now – if of course the

greedy servants have left some The last years I’ve been making

sweets – what else could one do?

After Troy – our life in Sparta was

so boring – really isolated All day long closed in

              the houses

amid the crowded loot of so many wars and memories

faded and annoying crawling behind you in the

              mirror

while you combed your hair or in the kitchen emanating

from greasy steam of the pot and you hear with the water

             boiling

some dactylic hexameters from that Third Rhapsody

while a rooster crows discordant nearby from the neighbor’s

             coop

https://www.amazon.com/dp/1926763076