
Εφιάλτης
Μες στη μιζέρια των γηρατειών σε παλιούς δρόμους
βρίσκαμε τα γνωστά μας μαγαζιά, μπυραρίες, ποτά
ανάκατα με ιδρώτα, το μαγαζάκι της γωνίας που
η ανατολίτισσα πίσω απ’ τη τζαμαρία είδε γυναίκες
να διαλέγουν ρούχα απ’ το κιβώτιο του Φιλανθρωπικού
Οργανισμού σοβαρές και σίγουρες στο μέγεθός τους
πως θα ταίριαζαν κι η ευλάβειά μας, ευλογημένη ας ήταν
που δίχως φόβο κατάματα κοιτάξαμε το απέραντο κι έτσι
ανακαλύψαμε τ’αχνάρια μας.
Τα ρούχα δεν δοκιμάζονταν ποτέ δημόσια.
Τα ουρητήρια ατημέλητα, πίσω απ’ το τοίχο κατουρούσαν
οι πελάτες και τα `δε όλα αυτά καθώς εμείς στεκόμαστε
και περιμέναμε κάτι να πει. Αλλά το απλό χαμόγελο
στα χείλη Του μαρτυρούσε ονειροπώλου τη βεβαιότητα
που εξαφάνιζε φαντάσματα και εφιάλτες.
Nightmare
In the misery of old age we traversed the same streets
with the old stores, beer parlors, exotic cocktails, sweat
girls, the corner store with the oriental owner, the old
Salvation Army bin from which women often selected
cloths, those women who seriously hoped they could
fit in them and we gazed at them reverently and then
we looked at our footprints, let it be holy, as if we were
looking straight in the eyes of infinity.
The local washrooms were unkept. Most men preferred
to urinate behind the wall, all this He took in as we stood
waiting for Him to same something. But He remained silent
with a simple smile upon His lips witness of His victory:
the dreamer’s victory over the ghost of a nightmare.