
ΦΑΙΔΡΑ/PHAEDRA
(Απόσπασμα-Excerpt XVΙ)
Λοιπόν, όπως σου είπα
αυτή η κλεμμένη αλυσίδα κρέμεται απ’ τα δάχτυλά μου
όταν βάζω τα πιάτα στο τραπέζι· χτυπάει στα μαχαίρια, στα πιρούνια
με ήχους μικρούς, προδοτικούς· κάποτε χώνεται
σ’ ένα ποτήρι με κρασί — βρέχεται ακέριος ο σταυρός κι ο Εσταυρωμένος·
τραβώ το χέρι μου· κόκκινες στάλες
λεκιάζουν το τραπεζομάντιλο· βάζω τις φέτες το ψωμί πάνωθέ τους —
κόκκινες στάλες και πάνω στο ψωμί. Δεν ξέρω πια κατά πού να κοιτάξω.
Τα πρόσωπα, τα χέρια, τα μαλλιά, ο καθρέφτης, οι τοίχοι
κατάστικτοι με αίμα.
Therefore, as I said to you,
this stolen chain hangs from my fingers when
I take the plates from the table; it hits the knives, forks,
creating soft, disclosing echoes; sometimes it falls
in a glass of wine, the whole cross and the crucified
get wet, I pull my hand. Red drops stain
the tablecloth; I place slices of bread over the stains,
red drops over the bread too. I don’t know where
to look anymore. The faces, hands, hair, mirror, the walls
full of blood stains.