
Προσευχή
Τότε ήρθε η ώρα να προσευχηθούμε, άχρηστες
αλυσίδες που νιάτα και βλαστάρια πράσινα πάνω τους
θυσιάσαμε. Άδεια η πλατεία, στις βραγιές μερικοί σπίνοι,
μόνη απάντηση στις ερωτήσεις μας. Η λαιμαργία μερικών
κουμάντο έκανε στα σύμβολά μας οπές ανοίγοντας
στα νεανικά μας όνειρα.
Μια μέρα όλο τον κόσμο θα αλλάξουμε.
Μια μέρα κάτι καλύτερο θα δημιουργήσουμε.
Της σκάλας τα σκαλοπάτια τρίξαν σαν να περπάτησαν
πάνω της οι πεθαμένοι με βήματα βαρειά, βήματα γιομάτα
ενοχή που από αιώνες μέσα μας τη βάλαν οι εξυπνάκηδες
στο απέναντι πεζοδρόμιο η λεύκα πάντα σιωπηλή
μυριάδες τα πεσμένα φύλλα σαν στρατιώτες στην πρώτη
γραμμή κι εκείνος στάθηκε επάνω στο τραπέζι κι όλοι
καθαρά σαν εκκλησιάς καμπάνα τον ακούσαμε που δυνατά
εκραύγασε.
~Μου αρέσουν αυτοί που επιθυμούν την αυτοκαταστροφή τους.
Prayer
Then came the hour of our prayer, useless chains unto which
we sacrificed youth and vital tree shoots. The vacant plaza with
a few finches in the shrubs, the only answer to our questions.
Greediness of the selected few reigned over our symbols,
holes poked through our youthful dreams.
Someday we shall change the world.
Someday we shall create something better.
The steps of the stairs creaked as if from the heavy steps
of our dead, steps full of guilt which smart people had placed
deep inside us since the ancient times. The cypress was always
silent on the opposite sidewalk. Myriads of fallen leaves,
soldiers in the front line, while He stood on top of the table
and we heard Him as clear as a bell when He said.
I like those who choose their self-destruction.