
Αγγειοπλάστης
Στην άκρη του χωριού φτάσαμε στο μισοφωτισμένο
σπίτι με τη μικρή αυλή και το μοναχικό ανθισμένο γιασεμί.
Αγέρας μύριζε ατημέλητη αγάπη σαν να `χε όλο το κακό
συγχωρεθεί. Πριν μπούμε ακούστηκε του αγγειοπλάστη
ο τροχός που τραγουδούσε στρογγυλές νότες, μηνύματα
χαρούμενα που πυρπολούσαν την ασυμβίβαση νιότη μας.
Μεθοδικά ο τροχός μετάλλαζε το χώμα σε υπέροχα δοχεία
οι παλάμες πίεζαν, τα δάχτυλα ζωγράφιζαν πουλιά και
θαύματα. Ξαφνικά ο κόσμος έπαιρνε σημασία όπως κι ο ήλιος
στη σκέψη της συννεφιασμένης μέρας.
Ένας αμφορέας, ένας κύλικας κι ο Υπεράνθρωπος
έκλεισε τις κουρτίνες η δημιουργία να μη δραπετεύσει,
η κίνησή Του εύκολη σαν του αγγειοπλάστη: Δυο
Υπεράνθρωποι, ένα χαμόσπιτο γιομάτο θαύματα.
Potter
At the edge of the village we arrived at the half lit
house with a small yard and bloomed jasmines.
The air smelled of love undone as if all evil was
forgiven. Before we entered we heard the potter’s
wheel singing circular notes and joyous messages
that with intensity reflected on our wild youth.
Methodically the wheel transcended mud into exquisite
vessels. Palms pressed, fingers morphed birds and
miracles; suddenly the world gained its meaning like
the sun in the thought of a cloudy day.
An amphora, a cylix, and Übermensch closed the blinds
so creation wouldn’t escape. His movement as easy as
the potter’s. Two Übermenschen and a hovel full of
beautiful words.