YANNIS RITSOS-POEMS, Selected Books, Volume III

ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ/PERSEPHONE

(Απόσπασμα//excerpt)

Την ώρα εκείνη που κατεβαίνουν οι λαγοί στο δρόμο. Αστράφτουν τα μάτια τους
στους προβολείς των τελευταίων αμαξιών. Μεγάλη ησυχία,
επίπεδη, απλωμένη, — δεν μπορείς να τη διπλώσεις·
η μια γωνιά της βρέχεται μες στο ποτάμι,
η δεύτερη ανυψώνεται προς το νοτιά, πέρα, στη θάλασσα,
η τρίτη χάνεται στο απέναντι νησί, στο δάσος,
η τέταρτη μες στο φεγγάρι με τα κίτρινα χόρτα.

Είναι όμορφα με το φθινόπωρο. Ανασαίνω. Ο ήλιος χάνει
τη δεσποτεία του, την τρομερή έπαρσή του. Τα πάντα ημερεύουν·
τα πάντα επιστρέφουν στον εαυτό τους, τόσο που λέω
μην είναι ο θάνατος ο πιο αληθινός εαυτός μας. Το άστρο της εσπέρας
ανατέλλει πολύ πιο ψηλά, κρυστάλλινο, διάφανο· μαρμαίρει
ευοίωνο πάνω απ’ το μαύρο δάσος, σαν μια ελάχιστη
σταγόνα πεντακάθαρο νερό, αχτινοβολώντας
πολύ κοντά, σαν κολλημένο στο τζάμι του παράθυρου και ταυτόχρονα
απέραντα μακριά, — μια λευκή λάμψη, ένα δάκρυ
διυλισμένο, όλο διαύγεια, ανεξαρτησία κι ευφροσύνη ματαιότητα —
μια σιωπηλή, βαθιά βεβαιότητα του τέλους και του πάντα.

Τότε είναι η ώρα να επιστρέψω κοντά του, σχεδόν λυτρωμένη,
ή μάλλον για να λυτρωθώ μες στον ίσκιο του. Τράβηξε τις κουρτίνες. Κοίτα
μια μέλισσα στάθηκε ασάλευτη στο δαχτυλίδι μου,
βομβίζει κιόλας —την ακούς;— μια ηχητική δαχτυλιδόπετρα.
Κλείσε, λοιπόν, τις κουρτίνες. Δεν αντέχω εδώ πέρα.
Τούτο το φως με τρυπάει με χιλιάδες βελόνες,
μου τυφλώνει τα μάτια. Δεν το αντέχω. Τράβηξέ τες, σου λέω, τις κουρτίνες.

At that time the rabbits go down to the roads; their eyes

shine because of the headlights of the last cars. Totally

flat silence is spread, you can’t fold it; one of its corners

is dipped in the river, the other rises to the south, faraway

into the sea, the third one vanishes in the opposite island

the fourth one behind the moon with the yellow grass.

It’s nice during the autumn. I breathe; the sun loses its

dominion, its powerful conceit; they all relax and become

themselves again, so much so that I think, perhaps death

is our true self. The crystal, diaphanous evening star, rises

higher, shines auspiciously over the forest, like a tiny drop

of crystal water, radiating close to us, as if glued onto the

window panes, and at the same time far away; a white

glow, a purified tear full of glitter joy and futility,

a silent, deep certainty of the end and of eternity.

At that time I have to return to him, almost redeemed, or

better to be redeemed in his shadow. Pull the curtains.

Look a bee has sat on my ring, it buzzes too, do you hear it?

One noisy ring-stone.  Pull the curtains, I can’t put up with

this light which pokes me with a thousand needles and

blinds me; I can’t endure it, pull the curtains, the curtains,

I’m saying to you.