Delphi

Even this solemn remnant

of the ancient temple standing

like an anchorite in meditation

on the slope of the tired hill

even this they will defile

remember it — I said

half-breed men with wide shoulder-blades and

hierodules with exquisite cheekbones

swaying their provocative buttocks

for the amusement of the winds and

for the salinity of the smooth sea

even this they will defile

remember it—I said

aimlessly before the innocent statues

they will desecrate and life a whore

they will call and with stamina

and unyielding persistence they will

bury the primeval beauty and after

they exhume the ancestral hatred

and guilt, they will imprison pneuma

to be guarded by Herculean arms and

theirs the wealth

of the valley and my kin’s reward

blood-shed in streets and neighborhoods

where you and I once roamed and

played making plans for exploits and deeds

and you said —

it would had been better if we stayed

obedient to the holy and venerable

half-truths brought to our lands by easterners

at least they promised a gleaming Paradise

Δελφοί

Κι αυτό το απομεινάρι του πανάρχαιου ναού

σάν αναχωρητής του πεπρωμένου

που στην πλαγιά βουνού διαλογίζεται

κι αυτό μια μέρα θα το βεβηλώσουν

να το θυμάσαι—είπα

άντρες μιγάδες με τις φαρδιές τίς ωμοπλάτες

και ιερόδουλες με ζυγωματικά εξαίσια

τούς προκλητικούς γλουτούς κουνώντας

για τούς ανέμους ευδαιμονικά και

για τής θάλασσας τήν πρώτη αρμύρα

να το θυμάσαι—είπα

άσεμνα καταμπροστά στ’ αθώα αγάλματα

θα ιεροσυλύσουν και τη ζωή πόρνη θα πούν

με μένος και μ’ άτεκτη επιμονή βαθιά

θα θάψουν τούς παμπάλαιους θεσμούς

κι αφού αναστήσουν το πρωπατορικό μίσος

και την ενοχή, το πνεύμα θα κλείσουνε

σε φυλακή, νεκρούς νόμους θα βάλουν

για σκοπιά που να κρατούν τα μπράτσα

τής αλκής στα σίδερα και στις φωτιές

του πρωαιώνιου κακού, δικός τους ο πλούτος

της κοιλάδας και του λαού μου ο μιστός μόνο

το αίμα χυμένο σε δρόμους και σε γειτονιές

που κάποτες εσύ και γω ξέγνοιαστα παίζαμε

όνειρα σχεδιάζοντας και κατορθώματα

κι είπες—

καλό θε νάτανε να μέναμε πιστοί στα όσια

και ιερά που κάποιοι φέρανε στη γη μας

κι άς ήταν νόθα και λειψά τουλάχιστον

είχαν σαν αμοιβή το γοητευτικό παράδεισο