
ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Είναι πολύ μακρινές οι γυναίκες. Τά σεντόνια τους μυρίζουν κα-
ληνύχτα.
Ακουμπάνε τό ψωμί στό τραπέζι γιά νά μή νιώσουμε πώς λείπουν.
Τότε καταλαβαίνουμε πώς φταίξαμε. Σηκωνόμαστε απ’ τήν καρέ-
κλα καί λέμε:
“Κουράστηκες πολύ σήμερα” ή “άσε, θ’ ανάψω εγώ τή λάμπα”.
Όταν ανάβουμε τό σπίρτο, εκείνη στρέφει αργά πηγαίνοντας
μέ μιάν ανεξήγητη προσήλωση πρός τήν κουζίνα. Η πλάτη της
είναι ένα πικραμένο βουναλάκι φορτωμένο μέ πολλούς νεκρούς—
τούς νεκρούς τής φαμίλιας, τούς δικούς της νεκρούς καί τόν δικό σου.
Ακούς τό βήμα της νά τρίζει στά παλιά σανίδια
ακούς τά πιάτα νά κλαίνε στήν πιατοθήκη κ’ ύστερα ακούγεται
τό τραίνο πού παίρνει τούς φαντάρους γιά τό μέτωπο.
WOMEN
Women are very distant. Their bed sheets smell
of goodnight.
They place the bread on the table so that we won’t miss them.
Then we understand we did something wrong. We get up
from the chair saying:
“You are very tired today” or “don’t worry, let me light the lamp.”
When we strike the match, she turns slowly going to
the kitchen with an inexplicable concentration. Her back
is a sad little mountain loaded with many dead –
the family dead, her dead and your death.
You hear her footsteps creaking on the old floor planks
you hear the plates crying in the plate rack and then the train
is heard carrying soldiers to the front line.