
Ο ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ
Όταν, τέλος, ύστερα από τόσα παρακάλια, η γυναίκα ξάπλωσε
και σήκωσε το φόρεμά της, εγώ προτίμησα να μαζέψω τα νομίσμα-
τα που έπεσαν—κι όλα αυτά για έναν Πεισίστρατο, όπως έλεγαν
τό καφενείο όπου έπινα τά κονιάκ μου, κι ύστερα οι θαμώνες γελού-
σαν καθώς αποκοιμιόμουν στην καρέκλα, αλλά τι να `κανα, που οι
νεκροί κάθονται άγρυπνοι μες στον ύπνο μας και πρέπει να κοιμη-
θούμε και για κείνους…
PEISISTRATOS
When, finally, after much begging the woman lied down and
lifted her dress, I chose to pick all the coins that fell; and all this
for a Peisistratos, this was the name of the café where I drank
my brandy and the patrons laughed as I fell asleep on my chair
but what could I do when the dead remained vigilant in our sleep
and we also had to sleep for them?