
Ιερέας
Όπως τους μετανάστες που προτιμούν να ζουν σε κοντινή
απόσταση απ’ την πατρίδα, ο παπάς του χωριού είχε τους
χωριανούς δεμένους με κοντό λουρί, όταν αποφασίσαμε
να επισκευτούμε το βασίλειό του. Τα άμφιά του λαμπερά
μα λυπημένος ήτανε που το εκκλησίασμα ήταν φτωχό
και δεν μπορούσε να μαζέψει στον έρανο αρκετά και την
καινούρια εκκλησία που τον πίεζε ο επίσκοπος να χτίσει
καθυστερούσε. Εμείς τον θεωρήσαμε ζογκλέρ του τσίρκου
γελωτοποιό δίχως θαμώνες.
Κράτησε τη ματιά του προς τα πέρα, λες κι ήθελε
να κρύψει την αμηχανία του μπροστά στον Υπεράνθρωπο
που άνοιξε τις κουρτίνες το φως του φεγγαριού να μπεί
μες στο δωμάτιο, κι ύστερα κοιτάζοντάς τον παπά στα μάτια
μίλησε: ‘Κι αυτός μια μέρα παιδί μου θά `ναι, όταν πάψει
να `ναι φανατικός του πεθαμένου θεού λάτρης.’
Priest
Like the immigrants who survived on dreams about
homeland the village priest kept his congregation
on a short leash. We decided to visit his kingdom.
Shiny vestments, though he was sorrowful that
his congregation was poor, unable for him to raise
necessary funds to build the new church Bishop
expected of him. We thought he mimicked a circus
juggler, a clown with no children in front of him.
He kept his eyes staring faraway perhaps to hide
his uneasiness before our Übermensch who pulled
the curtains aside to let the moonlight in the room
and staring at the priest He said to us:
‘He too will become my child when he lets go
of his dead god and fanaticism.’