ΦΑΙΔΡΑ/PHAEDRA

(Απόσπασμα-Excerpt ΙV)

Την αγιότητα πριν απ’ την αμαρτία
δεν την πιστεύω· — ανημπόρια τη λέω, δειλία τη λέω· —
τ’ αφιερώματα στους θεούς, προσχήματα για ν` αποφύγουμε τη δοκιμασία· —
αόρατοι οι θεοί· δε δίνουν αποδείξεις· πιθανόν αυτό να ζητάμε·
όχι την ίδια την αγιότητα, — έναν ίσκιο μονάχα να κρυφτούμε. Το ξέρω:
μονάχος σου αγαπιέσαι όταν βρεθείς μονάχος μπροστά σ’ ένα καθρέφτη·
τα χνάρια τα ’δα στα σεντόνια σου, τα μύρισα, — τους θεούς τότε τους ξεχνάμε.
Αλήθεια πώς πήγε το κυνήγι σήμερα; Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω
τί κυνηγάς. Ποτέ δεν έφερες κι εσύ σαν τους άλλους
τα ωραία σου τρόπαια — τίποτα σπάνια πουλιά μ’ εξαίσιο φτέρωμα και χρυσό ράμφος,
τίποτα κέρατα ελαφιών να βάλουμε στους τοίχους, όπως τόσοι και τόσοι, —
έχουν μια χάρη ιδιαίτερη — φυτρώνοντας καμπύλα το ’να πάνω στ’ άλλο
σαν σχεδιάγραμμα βυζαντινού ναού, σαν σκάλα που ανεβάζει σ’ έναν ήσυχο, μικρό ουρανό, — έχω ακούσει πως είναι τάχατε το ημερολόγιο της ηλικίας τους.

I don’t believe in holiness before the sin — I call it

cowardice, indisposition — the offerings to the gods, excuses

to avoid the trial; invisible gods don’t prove anything; perhaps

this is what we seek: not holiness but only a shadow to hide under.

I know it: you love yourself when you stand before a mirror; I

saw your marks on the bed-sheets, I smelled them — this way

we forget of the gods.

Truly, how was your hunt today? I never understood what

you hunt; you never brought back your trophies, like other

hunters do — not any rare birds with exquisite feathers

and golden beak, no deer antlers to place on the wall, like most

hunters — antlers have a special beauty as they grow in contours

one on top of the other like designs of a Byzantine temple, like

a ladder that leads you to a quiet, little heaven.

I’ve heard that antlers represent the deer’s calendar, their age.