Tasos Livaditis-Poems, Volume II

POEMS 1958-1964

ΑΙΩΝΑΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ

Η προσφορά κι η ζήτηση ρυθμίσουνε την κοινωνία

έλεγε ο μεγάλος αδερφός μου Μάρξ. Ένα μικρό, ανήθικο

       εμπόριο

κάθε χειρονομία, κάθε λέξη, κι η πιο κρυφή σου σκέψη ακόμα,

μεγάλα λόγια στις γωνίες των δρόμων, οι ρήτορες σαν τους

       λαχειοπώλες

δοαφημίζοντας όνειρα για μελλοντικές κληρώσεις

τα αισθήματα στο Χρηματιστήριο, στα λογιστικά βιβλία

      δούνε και λαβείν, πίστωση, χρέωση,

ισολογισμοί, εκπρόθεσμες συναλλαγματικές, μετοχές, χρεώ-

       γραφα

κι ας κλαίει αυτή η γυναίκα στο δρόμο, τί σημασία έχει;

«ζούμε σε μια μεγάλη εποχή» οι παπαγάλοι δεν κάνουν

        ποτέ απεργία,

μικροί, ανάπηροι μισθοί αγορασμένοι με νεκρές περηφά-

        νειες

γνώση αβέβαιη, πληρωμένη μ’ όλη τη βέβαιη νειότη σου,

βρέχει νομίσματα, οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελλοί να τα

        μαζέψουν

νομίσματα όλων των εποχών, ελληνικά, ρωμαϊκά, της βαβυ-

        λώνας, δολλάρια σημένια

η βροχή είναι πυκνή, ανελέητη, πολλοί σκοτώνονται

πλανόδιοι έμποροι αγοράζουνε τα πτώματα — θα χρειαστούν

       μεθαύριο

σαν ανεξόφλητες αποδείξεις της «μεγάλης εποχής»

κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολκόκληρο θη-

       σαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω

απ΄τη φιλάγρυρη αιωνιότητα, σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας

μας κλέβουν τη ζωή, τί ζέστη, θέ μου, κι όμως βρέχει

τί καιρός, μα δε θα μου τη σκάσετε εμένα, κύριοι,

είμαι ιδιοφυία στο είδος σας, πίστωση, χρέωση, ο Ροκφέλ-   

        λερ άρχισε

πουλώντας καρφίτσες. Θα χτίσω, λοιπόν, κι εγώ ένα μεγάλο

        προστατευτικό σπίτι

με τις πέτρες που μου ρίξατε

σ’ όλη τη ζωή μου.

Era of Commerce

Supply and demand control society my older brother

Marx used to say. A small, immoral commerce, each

gesture, word, even your most secret thought, great

words at the street corners by rhetors resembling

             lottery vendors, 

advertising dreams in future draws, emotions in

the Stock Exchange, entries of assets and debts

in the books of a company, balance sheets,

outdated receivables, shares, promissory notes;

let that woman cry in the street, who cares!

We live in a different era, parrots never go

             on strike

low, crippled wages bought out by dead egos

uncertain knowledge paid by your certain youth;

it rains money, people run like crazy to collect it,

coins from all ages, ancient Greek, Roman,

             Babylonian, silver dollars;

heavy rain, merciless, many get killed, passing

merchants buy the corpses: they’ll be needed

in the future as unpaid proof of our great era

and this humble verse took me

a treasure chest of pain to detach from our miserly

eternity; our days, like bookies, steal our life,

how hot it is although it rains, what a weather, but

you won’t fool me, gentlemen, I’m as smart as you,

Rockefeller started selling pins. Therefore,

I’ll build a protective home with the stones

you’ll throw at me during my life.