
Tasos Livaditis-Poems, Volume II
Night Visitor 1972
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ
Απ’ τον πατέρα μου κληρονόμησα αυτό το δυστυχισμένο χέρι κι
απ’ τη μητέρα μου ένα μεγάλο φτερό, από κείνα που έβγαζε απ’
την ψυχή της και τα κάρφωνε στο αστείο καπέλλο της— είναι από
τότε που τις νύχτες η παλιά ντουλάπα ανοίγει μόνη της και βγαί-
νει η λαιμητόμος, εγώ παλεύω μαζί της, παίρνω τον μπαλντά και
την κάνω κομμάτια, ύστερα καταπίνω τις σανίδες για να μην τις
βρουν, πολλοί ναυαγοί σώθηκαν έτσι.
Χρόνια έζησα τρέμοντας τις πόρτες, ώσπου μάζεψα τα χαρτιά
μου, τις τύψεις μου κι έφυγα. Μα στον πρώτο σταθμό είδα πάλι
εκείνο το παιδικό φτερό και κατέβηκα.
Από τότε έμεινα για πάντα στην Κόλαση.
Adventure
From my father I inherited this unfortunate hand
and from my mother a big feather from the ones
she plucked out of her soul and placed them
on her silly hat; since then the old closet opened
by itself and the guillotine came out; I fought against it,
I grab the cleaver and cut it to pieces, I swallowed
the planks that they wouldn’t be found; many
castaways were saved that way.
For years I lived in fear of doors until I gathered
all my papers, my guilt and I left. But at the first station
I met again that childhood feather and I disembarked.
Since then I have been in Hell.