YANNIS RITSOS-POEMS, Selected Books, Volume III

AJAX


Αχ, τίποτε δικό μας· — ό,τι φτιάχνουμε κι ό,τι είμαστε, άλλος
μας το ’δωσε και μας το παίρνει πίσω· — ξένος, άγνωστος, χωρίς τη θέλησή μας.
Και τούτη η μύγα βουίζει, βουίζει — σκότωσέ τη. Ένα ξένο ποδάρι
χτύπησε πάλι την πεσμένη ασπίδα. Ακούς; Γκλαν, γκλαν, —η ασπίδα·—
γκλαν, γκλαν· — πάει, πέρασε. Δεν ήταν τίποτα. Πάρε και την κουβέρτα. Δεν κρυώνω.
Μονάχα αυτή η βουή στα μελίγγια μου εδώ, κι η σκιά στον τοίχο —
γυρνάει, γυρνάει γρανάζι το γρανάζι γύρω ολόγυρα, ξαναγυρνάει.

Θέλω να θυμηθώ κάτι καλό — μια μέρα λιόλουστη στη Σαλαμίνα
τότε που καλαφάτιζαν τα νέα σκαριά στο ακροθαλάσσι, και στον αέρα
κυμάτιζε η μοσκοβολιά του πλανισμένου ξύλου, και πιο πάνω στον μικρό πευκώνα
φρενιάζαν τα τζιτζίκια. Θέλω. Δεν μπορώ. Κόβεται η θύμηση στη μέση·
όλα βουλιάζουνε σ’ αυτό το χάσμα· μόνο τ’ άσκημα μένουν απ’ όξω —
το κλεφτοφάναρο του εχτρού στα μάτια σου την ώρα που κοιμάσαι,
το σίδερο στα πόδια, το καμάκι στο μελίγγι, οι κραυγές των πληγωμένων
τη νύχτα μες στη λαγκαδιά, μαζί με τα τσακάλια, κι η κραυγή η δική μου
φτασμένη από μακριά στο ίδιο τ’ αυτί μου. Δεν μπορώ. Κοιτάζω ολόγυρα. Δε βλέπω.

Nothing belongs to us. Whatever we accomplish, whoever

we become is given to us by someone else who takes it

back, someone unknown to us, acts without our consent;

and this fly buzzes, kill it. A stranger’s foot hit the laid

shield again. You hear it, clang, clang, the shield,

clang, clang, it passed. It was nothing. Take the blanket

too. I’m not cold. Only this echo on my temples, here,

and the shadow on the wall; it turns, gear after gear,

it turns and turns again.

I want to remember something good, a sunny day at Salamis

when they were caulking the new ships at the seashore and

the aroma of the planed wood floated in the air, and further

down at the small pine thicket the cicadas went crazy.

I want. I can’t. My memory stops halfway; everything sinks

into that chasm; only the ugly things remain on top.

The enemy’s flashlight on your face while you sleep,

the iron on the feet, the spear on your temple, the cries

of the wounded that night in the glen, along with the jackals

and my far away cry reaching my ear. I can’t. I look around.

I don’t see.

YANNIS RITSOS-POEMS, Selected Books, Volume III

AJAX


Αχ, τίποτε δικό μας· — ό,τι φτιάχνουμε κι ό,τι είμαστε, άλλος
μας το ’δωσε και μας το παίρνει πίσω· — ξένος, άγνωστος, χωρίς τη θέλησή μας.
Και τούτη η μύγα βουίζει, βουίζει — σκότωσέ τη. Ένα ξένο ποδάρι
χτύπησε πάλι την πεσμένη ασπίδα. Ακούς; Γκλαν, γκλαν, —η ασπίδα·—
γκλαν, γκλαν· — πάει, πέρασε. Δεν ήταν τίποτα. Πάρε και την κουβέρτα. Δεν κρυώνω.
Μονάχα αυτή η βουή στα μελίγγια μου εδώ, κι η σκιά στον τοίχο —
γυρνάει, γυρνάει γρανάζι το γρανάζι γύρω ολόγυρα, ξαναγυρνάει.

Θέλω να θυμηθώ κάτι καλό — μια μέρα λιόλουστη στη Σαλαμίνα
τότε που καλαφάτιζαν τα νέα σκαριά στο ακροθαλάσσι, και στον αέρα
κυμάτιζε η μοσκοβολιά του πλανισμένου ξύλου, και πιο πάνω στον μικρό πευκώνα
φρενιάζαν τα τζιτζίκια. Θέλω. Δεν μπορώ. Κόβεται η θύμηση στη μέση·
όλα βουλιάζουνε σ’ αυτό το χάσμα· μόνο τ’ άσκημα μένουν απ’ όξω —
το κλεφτοφάναρο του εχτρού στα μάτια σου την ώρα που κοιμάσαι,
το σίδερο στα πόδια, το καμάκι στο μελίγγι, οι κραυγές των πληγωμένων
τη νύχτα μες στη λαγκαδιά, μαζί με τα τσακάλια, κι η κραυγή η δική μου
φτασμένη από μακριά στο ίδιο τ’ αυτί μου. Δεν μπορώ. Κοιτάζω ολόγυρα. Δε βλέπω.

Nothing belongs to us. Whatever we accomplish, whoever

we become is given to us by someone else who takes it

back, someone unknown to us, acts without our consent;

and this fly buzzes, kill it. A stranger’s foot hit the laid

shield again. You hear it, clang, clang, the shield,

clang, clang, it passed. It was nothing. Take the blanket

too. I’m not cold. Only this echo on my temples, here,

and the shadow on the wall; it turns, gear after gear,

it turns and turns again.

I want to remember something good, a sunny day at Salamis

when they were caulking the new ships at the seashore and

the aroma of the planed wood floated in the air, and further

down at the small pine thicket the cicadas went crazy.

I want. I can’t. My memory stops halfway; everything sinks

into that chasm; only the ugly things remain on top.

The enemy’s flashlight on your face while you sleep,

the iron on the feet, the spear on your temple, the cries

of the wounded that night in the glen, along with the jackals

and my far away cry reaching my ear. I can’t. I look around.

I don’t see.