
ΦΑΙΔΡΑ/PHAEDRA
(Απόσπασμα-Excerpt XXIV)
Δεν ξέρω πια πού να μείνω,
έτσι πολιορκημένη απ’ τους ίσκιους μου, πιο φανερή τώρα,
όρθια θαρρώ καταμεσής του κόσμου, προδομένη, περίβλεπτη,
στόχος των δούλων, των σκυλιών, του αφέντη, εσένα, να βλέπω
τις διαρκείς μεταμορφώσεις των ίσκιων μου· —πιότερο μοιάζουν με ζώα—
ένα λιοντάρι σκίζει με τα νύχια του την κόκκινη κουβέρτα·
μια τίγρης δαγκώνει το βελούδο του καναπέ· ένα δελφίνι
πηδάει μες στον καθρέφτη μ’ ένα καμάκι στη ράχη του· μια ελαφίνα
σέρνει στα κέρατά της την κουρτίνα σαν πέπλο νυφικό καλύπτοντας ακέριο
τον κάμπο, τις πηγές, τους αμπελώνες και τα κόκκινα πόδια των τρυγητών· ένα βουβάλι
κουβαλάει το τραπέζι απ’ την τραπεζαρία στον κήπο· ένα ποτήρι πέφτει,
οι δυο υπηρέτες κοιτάζονται· κρατάω το ψαλίδι
δοκιμάζω να κόψω στο φαντό ένα χιτώνα, — το νιώθω απ’ τον ήχο
πως κόβω το τρίχωμα μιας σκιάς μου. Στη γωνιά του δρόμου
εκείνος που πουλάει καλάθια γυρίζει και κοιτάει.
I don’t know where to stay anymore,
besieged by my shadows, more visible now,
standing, I believe, in the middle of the world, betrayed,
conspicuous, the servants’ target, the dogs’, the master’s
you, to observe the continuous transformations
of my shadows — they mostly resemble animals —
a lion rips the red blanket with its nails,
a tiger bites on the velvet couch; a dolphin jumps
in the mirror with a spear on its back; a deer drags
with its antlers the curtain like a bridal gown covering
the whole plain, the springs, grapevines, and the red
feet of the harvesters. A buffalo carries the table from
the dining room to the garden; a glass falls, two servants
look at each other; I hold a pair of scissors, I try to cut
a chiton — from the sound I feel that I cut the hair
of my shadow. The basket seller at the corner turns
and looks.