Tasos Livaditis-Poems, Volume II

POEMS 1958-1964

ΣΠΟΡΕΑΣ

Σηκωθήκαμε χάραμα, φόρεσε το παλιό πουκάμισο, δαρμένο

       απ’ τις βροχές και τα χρόνια,

δάγκασε ψωμί, βλαστήμησε, και τράβηξε για τον κάμπο.

Η γη ήταν οργωμένη, ολόνοιχτη, σαν τη γυναίκα.

Έκαμε το σταυρό του, αφαιρέθηκε μια στιγμή κοιτάζοντας

       τον ήλιο

που έβγαινε, κι ύστερα το χέρι στο δισάκι, χού-

       φτωσε το σπόρο, σα μαστό.

Έλα, έλα σπείρε και μένανε, άντρα μου, καλέ μου!

Θα σου γεννήσω πολλά τραγούδια.

Sower

He got up at dawn; he put on his old shirt, ravaged

          by rain and the years,

he had a bite of bread, he cursed and went

          to the fields.

The earth was ploughed, ready, like a woman.

He crossed himself, stared at the rising sun

          for a while,

he then put his hand in the bag and grabbed

a handful of seed, like a breast.

Come, sow me too, my husband, my beloved!

I’ll give birth to many songs for you.