Yannis Ritsos-Poems, Selected Books, Volume II

ΙΣΜΗΝΗ///ISMENE


(Έχει σκοτεινιάσει. Μπαίνει στο διαμέρισμά της ενώ ακούγονται ακόμη τα βήματα του νεαρού αξιωματικού στη σκάλα. Ζητάει ψηλαφητά τα σπίρτα στο μικρό τραπέζι. Ανάβει και τα τρία κεριά στο κηροπήγιο. Χτυπάει τον κρεμασμένο, μετάλλινο δίσκο. Έρχεται η Τροφός. «Δε θα δειπνήσω απόψε», λέει. “Δε θα σε χρειαστώ. Μπορείς να πλαγιάσεις. Α, ναι, φέρε μου ένα ποτήρι νερό. Και να κουρντίσεις κείνο το εκκρεμές στην αίθουσα. Το ξεχάσαμε. Πάρε και κείνο το καλάθι με τα φρούτα. Τη γλάστρα βάλ’ την στο παράθυρο”. Σε λίγο της έφερε το νερό. Έφυγε. Ησυχία. Κλειδώνει και τις δυο πόρτες. Ακούγεται τώρα και το ρολόι από δίπλα. 9. 9 και τέταρτο. 10. 10 και μισή. Μπροστά στον καθρέφτη. Ξεβάφεται. Γδύνεται. Πεσμένα στήθη. Σημάδια απ’ το σφίξιμο του κορσέ στην κοιλιά. Οι δαχτυλιές του χρόνου στους μηρούς. 11. Βγάζει τα περιδέραια. Το δέρμα, κάτω απ’ το σαγόνι, χαλαρό, κρεμασμένο. 11 και τέταρτο. Παίρνει το κηροπήγιο στ’ αριστερό της χέρι. Πλησιάζει στον καθρέφτη. Με τον παράμεσο του δεξιού χεριού τραβάει το δέρμα κάτω απ’ τα μάτια. Ο βολβός θολός μ’ ένα λεπτό δίχτυ κόκκινες φλέβες. Φέρνει τώρα τα δάχτυλά της στα βαμμένα μαλλιά. Οι ρίζες άσπρες. Έκφραση ναυτίας στο ακίνητο πρόσωπο. Τραβηγμένες οι άκρες των χειλιών. 11 και μισή. Αρχίζει να βάφεται. Ντύνεται μ’ ένα κόκκινο φόρεμα. Φοράει πάλι τα κοσμήματα. Ξαπλώνει στην κόκκινη, βελουδένια πολυθρόνα, αντίκρυ στον καθρέφτη. Κλείνει τα μάτια. 12. Εφτά χτυπήματα σιγανά στην πόρτα. Σιωπή. Και πάλι εφτά χτυπήματα, πιο δυνατά. Σιωπή. Και πάλι τα χτυπήματα. Ύστερα, τίποτα. Μεγάλη σιωπή. Το ποτήρι γυαλίζει. Σηκώνεται. Πλησιάζει στον καθρέφτη. Βάφεται πάλι. Άσπρη σα γύψος. Τα μάτια πελώρια, κατάμαυρα. Ένα γύψινο προσωπείο. Αλλάζει. Φοράει ένα φόρεμα της αδελφής της, κλειστό, ριχτό, πτυχωτό, καστανόχρωμο. Βάζει μια ζώνη με φαρδιά πόρπη. Ανοίγει το συρτάρι του κομοδίνου. Κάτι παίρνει. Με τη ράχη γυρισμένη στο κηροπήγιο και στον καθρέφτη, πίνει με μικρές διακεκομμένες γουλιές το νερό, σα να παίρνει ασπιρίνες. Ξαπλώνει στο κρεβάτι ντυμένη και με τα σαντάλια της. Ακίνητη. Ήσυχη. Κλείνει τα μάτια. Χαμογελάει. Κοιμήθηκε; Απ’ την πλαϊνή αίθουσα ακούγεται το ρολόι).

ΑΘΗΝΑ, ΣεπτέμβρηςΔεκέμβρης 1966, ΣΑΜΟΣ, Δεκέβρης 1971

It turned dark. She enters her quarters while you can hear the steps

of the young officer in the staircase. She gropes for the matches

on the small table. She lights all three candles of the candlestick. She

strikes the hanging steal discus. Her maid comes: “I won’t eat tonight’

she says to her, “I don’t need you. Go to your room. Ah, yes, bring me

a glass of water. And remember to wind up that grandfather’s clock

in the big hall. We’ve forgotten it. Also take that basket with the fruit.

Place the flowerpot by the window” In a few minutes the maid brings

a glass of water to her. Then she leaves. Quietness. She locks both of

her doors. The sound of the clock is heard. Nine, or a quarter after nine,

ten o’clock or half past ten. She stands in front of the mirror, takes off

her make up. She undresses; her breasts hang down; corset marks on

her belly; the fingers of time have left marks on her thighs. Eleven

o’clock. She takes off her necklaces. The skin under her chin is loose,

hanging. A quarter after eleven. She takes the candlestick in her left

hand, goes close to the mirror. She pulls the skin under her eyes using

the middle finger of her right hand; her eye seems foggy and with

a red mesh of veins. She draws her fingers in her dyed hair. The roots

of her hair look white. She feels nauseated. The tips of her lips seem

stretched. Half past eleven. She starts making up herself. She puts on

a red dress; adds her jewelry. She lies on the velvet armchair opposite

the mirror; closes her eyes. Twelve o’clock. Seven soft knocks on

the door. Quietness. Then again, seven louder knocks on the door.

Silence. Then, the same knocks again. Then, nothing. Great silence.

The glass shines. She gets up, goes to the mirror. She makes up

herself once more, she looks white like gypsum. Her eyes seem

gigantic, jet black. A mask made of gypsum. She changes cloths.

She puts on her sister’s dress, tight, brown, free falling on her body.

She puts on a belt with a big buckle. She opens the drawer of her night

table, takes something out of it. With her back on the mirror and

the candlestick she drinks a few gulps water as if taking aspirins. Fully

dressed and with her sandals on, she lies down on her bed. Motionless.

Serene. She closes her eyes. She smiles. She falls asleep. The clock is

heard in the next room.)