
Χρέος
Όλα ήταν χαμένα. Είχε έρθει η ώρα του Χάρου
κι αφού είχε πεθάνει ο Θεός μας φυτέψαμε ένα γιακίνθι
στο γλαστράκι σαν να `τανε κι αυτό μια λύτρωση.
Εκείνος στεκόταν κοντά στο τζάκι κι αφού ανακάτεψε
τα κούτσουρα, είπε: ‘τίποτα δεν μπορείτε να προσφέρετε
στη μαραμένη ανεμώνη, σπρώξτε τουλάχιστον τ’ άδειο
καρότσι στην ανηφοριά ίσως μια μέρα βρει μ’ εσάς ή
και χωρίς το δρόμο προς το έρημο σπίτι’ κι έσκυψα
ν’ ανασηκώσω τον ξεπεσμένο εγωϊσμό μου, όλα είχαν
ξεκινήσει από τον παθιασμένο μου ναρκισσισμό όταν
στα φέρετρα σειρά παρατήρησα όλους τους νεκρούς
με αγωνία που περίμεναν την ώρα της ανάστασης.
Duty
It was all lost. It was the time of Hades and since
our God was dead we planted a hyacinth in the pot
and that, perhaps, was another act of redemption.
Übermensch stood by the fireplace and shifting
the logs He said: since you can do nothing for
the wilted anemone at least try to push your empty
cart uphill perhaps one day it might find its way,
with you or without, back to the desolate house,
and I bent down to pick my defeated ego; it had
all started because of our devout narcissism, when
I noticed all our dead laying in caskets as if waiting
for their resurrection.