
Έξαρση
Ήταν εκεί ολόρθο το κυπαρίσσι, φρουρός κάποιου
δικού μας μυστικού. Στον ίσκιο του πάντα νομίσαμε
πως είδαμε την ελαφίνα με το ελαφάκι να χοροπηδά
ένα γύρω, εικόνες των ονειροπόλων που συχνά
σε μεταρσίωση ψυχανεμίζονταν, παντοτινή τους
προσδοκία το αύριο καλύτερο απ’ τη μιζέρια του χθές
και `μεις εζήσαμε σε σώματα που δεν αγαπήσαμε,
ίσως ανήκαν σ’ άλλους, ίσως στους παμπάλαιους
νεκρούς μας, που δοξασμένοι νάναι, και ήταν τότε
που δεχτήκαμε να ενηλικιωθούμε.
Ήρθε τόσο αργά, με απαλά βήματα, η ενηλικίωση
σαν τον ανάπηρο που με την πατερίτσα του συνθέτει
απόκοσμη μελωδία σαν το παλτό του επαίτη που ποτέ
κανείς δεν θέλει να ξεφορτωθεί.
~Μου αρέσουν όσοι προσπαθούν να θέσουν ως σκοπό
και μοίρα τους την αρετή. Έτσι μόνο μπορεί κανείς
να ζει και να μη ζεί.
Rapture
It was there, the straight cypress guarding our secret
in its shade and the doe with its jumping little fawn
we always thought we saw. Images of dreamers,
often in their oneiric raptures, undoubtable expectation
of a tomorrow better than today’s misery and
we lived in bodies we never loved as if they didn’t
belong to us; perhaps they belonged to our ancestors,
let them be glorified, and the adulthood we accepted
came slowly with light steps like a cripple with
his crutch that pounds the sidewalk composing
its unearthly melody, like the old coat of the beggar
which he never discarded.
I like those who make virtue their goal and fate. This
is the only way one can be alive and dead at the same
time.